- συμπαρατυγχάνω
- Α1. συμβαίνω συγχρόνως με κάτι άλλο2. (για αστέρα) η παρουσία μου συμπίπτει κατά τύχην με την παρουσία ενός άλλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + παρατυγχάνω «εμφανίζω, παρουσιάζομαι, συμβαίνω κατά τύχη»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.